σφυροκόπος

σφυροκόπος
ο / σφυροκόπος, -ον, ΝΑ
αυτός που κατεργάζεται μέταλλα με τη σφύρα, σφυρηλάτης
αρχ.
(το αρσ. ως κύριο όν.) Σφυροκόπος
τίτλος έργου τού Σοφοκλέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο-κόπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σφυροκόποις — σφυρόκοπος one who beats with the hammer masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυροκόπου — σφυρόκοπος one who beats with the hammer masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… …   Dictionary of Greek

  • σφυροκοπία — ἡ, ΜΑ [σφυροκόπος] σφυρηλασία …   Dictionary of Greek

  • σφυροκοπώ — σφυροκοπῶ, έω, ΝΑ [σφυροκόπος] χτυπώ με τη σφύρα, σφυρηλατώ νεοελλ. μτφ. καταφέρω συνεχή και βίαια πλήγματα εναντίον τού αντιπάλου («τα εχθρικά αεροπλάνα σφυροκοπούν τις θέσεις μας από το πρωί») …   Dictionary of Greek

  • σφυροκόπι — το, Ν το σφυροκόπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυροκοπώ / σφυροκόπος (βλ. και λ. κόπι)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκεύς — έως, ο, ΝΜΑ, και χαρκεύς Α (λόγ. τ.) 1. χαλκουργός, χαλκιάς 2. (γενικά) σιδηρουργός, σιδεράς («καὶ ἦν σφυροκόπος χαλκεὺς χαλκοῦ καὶ σιδήρου», ΠΔ) νεοελλ. ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους ποτάμιων ιχθύων αρχ. 1. τεχνίτης που κατεργάζεται μέταλλα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”